πολλασταίος

πολλασταίος
-αία, -ον, Α
(δ. γρφ.) βλ. πολλοσταίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολλοσταίος — και δ. γρ. πολλασταῑος, αία, ον, Α αυτός που γίνεται μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλοστός + κατάλ. αῖος (πρβλ. εικοστ αίος, ογδοηκοστ αίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”